Τα παιδιά

«Η ιστορία μας: ένα μικρό παραμύθι για την Ατλαντίδα»

Μια φορά και έναν καιρό ζούσαμε όλοι μαζί σε ένα πανέμορφο νησί. Ήταν καταπράσινο, με ψηλά δέντρα, και οι κορυφές των βουνών χανόντουσαν στα σύννεφα. Υπήρχαν και μεγάλες εκτάσεις ανοιχτές όπου ζούσαν οι άνθρωποι και συγκεντρονώντουσαν, κάνανε τις δουλειές τους κλπ…

Ήμασταν πάρα πολύ έξυπνοι και πολύ περήφανοι που ήμασταν τόσο έξυπνοι, γιατί είχαμε δημιουργήσει καταπληκτικά πράγματα για να κάνουμε τη ζωή μας πιο ασφαλή, πιο προχωρημένη όπως λέγαμε. Τότε δεν πιστεύαμε όπως τώρα ότι υπάρχει κάποιος θεός, δεν το μαθαίναμε μικροί. Μαθαίναμε ότι εμείς είμαστε οι δημιουργοί, όχι κάποιος άλλος που δεν τον βλέπουμε. Φτάσαμε τόσο μακριά οι ανακαλύψεις μας που καταφέραμε και δημιουργήσαμε καινούρια ζώα, έντομα κυρίως.

Είχαμε φτάσει στο να πιστεύουμε ότι εμείς είμαστε θεοί, και τίποτα άλλο δεν είχε σημασία. Μέχρι που φτάσαμε στο σημείο όπου το μόνο που είχε σημασία για μας ήταν αυτό που σκεφτόμασταν, και ποτέ πια αυτό που νιώθαμε, και υπήρχε όλο και λιγότερη αγάπη στην καρδιά μας, και όλο περισσότερη απομόνωση. Γιατί βλέπετε έτσι είχαμε κόψει την αλυσίδα που συνδέει όλα τα βασίλεια μεταξύ τους, από πάνω με τους αγγέλους, τους ανωτέρω εαυτούς, μέχρι κάτω με τα ζώα, τα φυτά και τις πέτρες. Και όταν κόβουμε την αλυσίδα, κόβουμε και αυτό που μας τρέφει, κόβουμε τη χαρά, κόβουμε την αγάπη: δεν την δεχόμαστε πια από τους πατέρες και τις μητέρες μας στις υψηλότερες δονήσεις, δεν τη δίνουμε με τη σειρά μας στους άλλους γύρο μας.

Μέχρι που μερικοί από μας αισθανθήκαμε ότι δεν τραβά πια αυτή η κατάσταση, κάτι θα γίνει. Άλλοι άρχισαν να φοβούνται. Άλλοι να ετοιμάσουν τρόπους φυγής από το νησί. Και έγινε ότι έπρεπε να γίνει. Έγινε κατακλυσμός, κάτι γιγαντιαίο, και βυθίστηκε το νησί. Οι περισσότεροι από μας πέθαναν και ήταν δύσκολοι, μα πολύ, πάρα πολύ δύσκολοι καιροί. Τόσο δύσκολοι που είπαμε όλοι όταν σαν ψυχές βρεθήκαμε μαζί στον ουρανό: ποτέ πια δεν θα το ξανακάνουμε, ποτέ πια δεν θα αφήσουμε τους εαυτούς μας να νομίζουν ότι είναι θεοί και ότι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν… ποτέ πια δεν θα ξανακόψουμε την αλυσίδα της αγάπης, ποτέ πια δεν θα ξεχάσουμε που ανήκουμε…

Πέρασε ο καιρός και τα ξανακοιτάξαμε όλα όσα είχαμε ζήσει. Καταλάβαμε ότι είχαμε μάθει πολλά. Μάθαμε για το αδιέξοδο όπου μας πάει το μυαλό όταν δουλεύει μόνο του, μάθαμε από τα λάθη μας, τα μάθαμε από μέσα βαθιά και όχι μόνο από ένα βιβλίο, και ακόμα τα θυμόμαστε…

Η μνήμη είναι κάτι που έχει πλάκα. Μερικές μνήμες μας πονάνε και δεν θέλουμε να τις κοιτάξουμε αλλά όταν ανοίγουμε την καρδιά μας… για κάντε το, πηγαίνετε στην καρδιά σας και ανοίξτε διάπλατα τις πόρτες και τα παράθυρα… θυμίστε, θυμίστε τι περάσαμε, τα κλάματα που ρίξαμε μαζί… και τώρα θυμίστε τη χαρά μας για όσα είχαμε μάθει… και τον ενθουσιασμό μας όταν αποφασίσαμε να ξαναδοκιμάσουμε, αυτή τη φορά χωρίς να ξεχάσουμε την αλυσίδα…

Τελικά πολύ κουράγιο είχαμε τότε να κάνουμε τέτοιο πείραμα στην Ατλαντίδα, να δοκιμάσουμε τη ζωή χωρίς την αλυσίδα, πολύ τολμηροί ήμασταν, και πολλά μάθαμε. Σαν με το ποδήλατο, όταν ανεβαίνεις πρώτη φορά πέφτεις, και τη δεύτερη, και ίσως και την τρίτη, αλλά μετά έχεις καταλάβει την ισορροπία και την κρατάς… το ίδιο με μας, στην Ατλαντίδα δεν είχαμε βρει την ισορροπία μας, τώρα όμως ξέρουμε ότι θα το δοκιμάσουμε αλλιώς.

Θυμάστε, είχαμε καταλάβει τότε ότι είμαστε θεοί, αλλά το είχαμε προχωρήσει λάθος, και είχαμε φτάσει στην απομόνωση. Είχαμε πει «ποτέ ξανά» από το φόβο μας να ξαναγίνει καταστροφή. Τώρα όμως που τα βλέπουμε διαφορετικά, που καταλαβαίνουμε το μάθημα που μας δόθηκε, ο φόβος έφυγε… και μπορούμε να ξαναβρούμε τον εαυτό μας, χωρίς κίνδυνο, με εμπιστοσύνη. Σίγουρα δεν θα τον ψάξουμε πια στο μυαλό, θα τον ψάξουμε στην καρδιά και θα διατηρήσουμε την επαφή μαζί του, με το δημιουργό μέσα μας, που μας ενώνει με όλες τις άλλες πλευρές της δημιουργίας.

Αυτό είναι ένα μέρος της ιστορίας μας. Ένα μέρος όπου πήγαμε βαθιά μέσα στο σκοτάδι και τη μοναξιά. Αυτό είναι που μας δίνει τώρα τεράστια ώθηση, σαν μια σφεντόνα που έχουμε τραβήξει όσο περισσότερο μπορούσαμε, για να ορμάμε αργότερα προς το φως. Χρειαζόταν το σκοτάδι, ήταν μέρος του ταξιδιού μας, μπορούμε να το δεχτούμε χωρίς πόνο πια και να πάμε τώρα όλοι μαζί προς καινούριες πύλες, προς φωτεινούς κόσμους που ο καθένας από μας θα δημιουργήσει με γέλιο και χαρά.